- καταφάνερος
- -η, -οεπίρρ. -α ολοφάνερος: Οι προθέσεις του είναι καταφάνερες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταφάνερος — η, ο ολοφάνερος. επίρρ... καταφάνερα ολοφάνερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φανερός. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Εφημερίς από τον Αθανάσιο Ρουσόπουλο] … Dictionary of Greek